- μαδαγένειος
- μᾰδᾱγένειος, ον, [dialect] Dor. for μαδηγένειος, Anon. ap. Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαδαγένειος — μαδαγένειος, ον (Α) βλ. μαδιγένειος … Dictionary of Greek
μαδαγένειον — μαδαγένειος masc/fem acc sg μαδαγένειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδιγένειος — και μαδηγένειος και δωρ. τ. μαδαγένειος, ον (Α) αυτός που έχει μαδημένα γένια, αγένειος («ἧττον δὲ γίγνονται φαλακροὶ οἱ μαδιγένειοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδι (πρβλ. μαδώ, μαδαρός), σύνθετο τού τύπου τερψί μβροτος + γένειος (< γένυς,… … Dictionary of Greek